Δευτέρα 6 Απριλίου 2009

Υπνοβάτες

στιγμιότυπα της αγέλης των ανθρώπων που ότι βλέπουν το καταγράφουν και μετά το αντιγράφουν, σε μιάς φατρίας λεμβωδίες περιορίζονται οι αξίες τους.

Παρασκευή 3 Απριλίου 2009

Αυτοσκοπός



χαλίκι
λικνίζω
τ’ αναπάντεχο αψηφώ

χρυσό, ασήμι, άλικη γη
κι όλα τα προσπερνώ

ευχαριστώ θα πώ
νερό, ποτό
την δίψα γελώ

ξεπέζεψα
δεν ανησυχώ

λικνίζει ο ήχος στο μυαλό
κατάματα μπορώ και σε κοιτώ

χτυπήθηκε το μήνυμα και το ‘λαβα

Χαμόγελο ερεθιστικό
κίνηση προκλητική
πρόσωπο ανυποψίαστο
έξη ιδεαλιστική

καταγραφή

Υπνοβάτες



ακούσιοι παίκτες σ’ ένα παιχνίδι
την ηδονή της νίκης ποθούν
εύθραυστο σκηνικό την αίγλη δίνει
καθώς τις αξίες αναζητούν

ανθρώπων έργα, δημιουργίες
ψαύουν τ΄απέραντο στις δοξασίες
τα μέλη ως ξένα απωθούν
τύχη και μοίρα προσκυνούν

κι ήρθαν καιροί και πέρασαν
το πλήρωμα του χρόνου τους ξεπέρασαν
ανυποψίαστος, κανείς
ταγός στην εξελίξει ο καθείς

φανερωμένη η υποταγή
κι ελεύθερος, όποιος το επιθυμεί
σαν υποχρέωση μοναδική
του νου το άρμα να οδηγεί

στα μονοπάτια της επανάληψης όποιος χαθεί
και του κορμιού του την ραστώνη υιοθετήσει
την εργασία μέγιστη θα έχει αρετή
το βίο αβίωτο, κενό θα παραδώσει

Αντιπερισπασμός



περασμένες οι φτηνές αγιογραφίες
που στο όνομά τους το σκοτάδι αντικρίζεις
περασμένες οι φτηνές μυθιστορίες
που του έρωτα το πέπλο πάντα σκεπάζεις

φεγγοβόλα η ανύπαρκτη η γνώση
ότι πλάθεις στο μισό κατανοείς
τηλαυγής ακολασία σε υπνωτίζει
αλλασόμορφη περνά κι υποχωρείς

το αδύνατο σημείο αυτής της μάχης
είναι η λάγνα υποδούλωση στο σώμα
το κενό στην σκέψη σου θαυμάζεις
σαν τον όνο το υποχείριο ζητάς

στα σύμβολα κρυμμένη η ιστορία
στεφάνι σου περνάνε στο μυαλό
κι αν νιώσεις μες’ τον ύπνο δυσφορία
γελάς, είναι τυχαίο και αυτό

Όταν το σήμερα γεννά το αύριο



Η άρχουσα τάξη των ελευθέρων
τα σκήπτρα παρέλαβε.
Ιδέες δικές της κι όχι προγόνων
με φόβο πολέμησε

Όμορφη πόλη σχεδίασε
φιλία, αγάπη υπερασπίστηκε
Την ρότα της γης σαν άλλαξε
ασχήμια και τρόμο παρέδωσε

Την αλήθεια κάποτε αναζήτησε
ψευδαίσθηση με εικόνες δημιούργησε
Ομάδες κι όχι ηγέτη ακολούθησε
φανατισμός στο έργο, εθίστηκε

φιλόσοφοι, ρήτορες περνούν
άπραγοι στο θεωρείο κοιτούν
πνιγμένοι μες την κομπορρημοσύνη
λεν πως γνωρίζουν την ωδίνει

μα οι αρχιτέκτονες πια χαθήκαν
κι οι καλλιτέχνες στα γκέτο κρυφτήκαν
οι αριστοκράτες ταμπέλες ντυθήκαν
κι οι εργάτες την περηφάνια τους αρνηθήκαν

οι δήθεν και οι τάχα επικρατήσαν
αξίες δεν γεννιούνται στην επαιτεία θυσιαστήκαν

Αποπλάνηση



Πάντα και παντού σοφός
πάντα και παντού αγαθός
ο ποιητής δημιουργός

Πάντα και παντού δίκαιος
πάντα και παντού τιμωρός
ένας κριτής παιδαγωγός

Οι μορφές στον χρόνο αλλάζουν
και οι νόμοι στο τώρα προσαρμόζουν

Της ευμένειας η απολαβή
της γης τα δώρα η ανταλλαγή
μα η μετά θάνατον ζωή
την παρουσία εδώ αφαιρεί

Όλα στο υποσυνείδητο καλά δοσμένα
με της μέθης τα οράματα καλυμμένα
Το άκρατο καταπιεστικό σώμα το ψυχόρμητο είργει
και στην άδηλη παρουσία τους κανόνες αποδίδει

Γνωστό το πρόσωπο του εξαγνιστεί
το αναγνωρίζεις, το ψωμίζεις
το αρνείσαι, το ακολουθείς
ανάβεις κερί για την συγχώρεση, μα
το σωστό και το λάθος δύο πρόσωπα έκαστο

Ανακληθήκανε οι σοφοί, ήρθανε οι προφήτες
και η αναζήτηση της αρετής έγινε στείρα ηθική

Αυταπάτη



όμοροι λαοί,
θύματα πολέμου
φόβος, μα κι επιβολή
την φτώχια τους λιμαίνουν

αν όλοι ευημερούν,
κανείς την εξουσία
αν όλοι εξουσιάζουν,
κανείς την ηγεσία

κι αρωγός,
κάθε θρησκεία
γι’ αυτούς
που δεν φοβούνται την εξουσία

τον πόλεμο κι αν κέρδισες
καλύτερα από ‘μένα δεν έζησες
τον πόλεμο τον κέρδισε αυτός
που τον προκάλεσε δίχως να συμμετέχει

Τρομοκρατία



Φλόγες του αέρα σαν ξεκινούν
κανείς να σταματήσει
σαν δώσουν όνομα κεριού
τ’ αδύναμο υπνωτίζει

Αντίσταση στον λογισμό
θα δώσει την γαλήνη
χαλκεύουν τ’ ανέμου το φτερό
το παίρνει μεσ’ την δύνη

Σύνορα, όρια θα δοθούν
για να ‘χει περιουσία
άνεμος, χώμα, νερό ζητούν
φλόγα, ακολασία

Το δίπολο της εξουσίας
Αριστερά από την μία κι Ιερατεία
καπηλευτές κάθε αξίας
κι απέναντί τους οι παραποιητές της Αναρχίας κι η
βασιλεύουσα Μαλακία
υπερασπιστές της εσχατολογίας

μες το μαντρί τους θε να σε χώσουν
κι εξαρτημένος από τον εθισμός τους σαν αφεθείς
την δύναμη της ατομικότητάς σου θ’ αποχαυνώσουν
μ’ ενοχές φοβίες κι ελπίδες θα δεθείς

Αιρετός δικτάτωρ




πονήρεψε κι η αλεπού
να κυβερνήσει θέλει
περίγελος του ύπουλου εχθρού
τον ύπνο της κρυφά θωπεύει

καλύτερα που δεν την νοιώθουν
κερδίζει αυτούς που απορρίπτουν
περνάει όσους ακολουθούν
βατεύει όσους βαρεθούν

τρανή κατάντια η επιβολή
τρομάζει σαν την βλέπει
ξέρει πως άμα νικηθεί
κανείς δεν την λατρεύει

αβελτερία μυχούς δίνει
περγαμηνές με χρυσό ντύνει
και τα σκύβαλα στολίδια γίναν
υποτάχτηκαν στην γνώση που δεν πήραν

η αμφισημία της ουδετερότητας αποδίδει
εκμεταλλεύεται την ραθυμία και φυλακίζει
μέσα από συνομοσιολογίες αποπροσανατολίζει
μέσα από μύθους αποκοιμίζει

το ήξερες!

Ιδιοκτήτης



ο Βασιλιάς κι ο Αχέροντας
το δάσος του φυλάει
κελεύοντας, χορεύοντας
μα δεν το παρατάει

σαν μείνει αφύλακτο φοβάται
κενό, σαν κτήμα γίνει κάποιου
αυτό που η τύχη θα το χάσει
ο νους του κτήτωρ θ’ αφανίσει

κανένας άνθρωπος στην γή
δεν είναι θεός, δεν είναι πηγή
κανείς δεν είναι εκπρόσωπος
πιστεύω του ακόλουθος

σε αγέλη, ηγέτης, αρχηγός
να είναι αυτός μοναδικός
υπαρχηγός και λοχαγός
χακί στρατό, μαύρος στρατός

άνθρωπος τον άνθρωπο
παράτολμα επιτάσσει
άνθρωπος τον άνθρωπο
αλόγιστα προστάζει

16-11-2001




απομεσήμερο θαρρώ, ήτανε που τον είδα
επάλευε το πεθερό για μια μικρή νησίδα
ποιος θα το πάρει τούτο δω τ’ ωραίο περιβόλι;
ποιος θα χαρεί την αμμουδιά σ’ αυτό το ακρογιάλι;

και πάλευαν, και πάλευαν να δουν ποιος θα κερδίσει
κι αγνάντευαν περίοικοι να δουν ποιος θα τα φτύσει
μα ο αγώνας κράτησε πολύ δεν έχει ενδιαφέρον
φεύγουν λοιπόν για δεν νογούν πως είναι το συμφέρον

ερήμωσε η χώρα πια
χαθήκαν τα καΐκια
εφύγαν όλα τα παιδιά
αδειάσανε τα σπίτια

κανείς τους δεν κατάλαβε
κανείς δεν έχει νοιώσει
πως γη δική του άφησε
πως ήταν ένα πιόνι

Μητρόπολη



Αλύτρωτη πόλη
ψυχές χαμένες
μάσκες στα πρόσωπα
η τρέλα στο βλέμμα καθοδηγεί

ο πόνος το όπλο
η χαρά αλλάζει μορφή
άστοργη συνεύρεση
αβαλίζουν την καθημερινότητα

εφήμερη ανάγκη
φυγόκεντρη ακολουθία
πλάνα αναζήτηση εξόδου
έπαρση εκτός των τειχών
η Μητρόπολη δική τους

η χώρα ανασαίνει, παράγει ζωή
η χώρα ξεμακραίνει
μετάγγιση, δίχως αύριο
αδιαφορία οδηγεί στα πρόθυρα
νέφος καλύπτει τον ορίζοντα

βουλιάζουν, σπάνε τα δεσμά
αλύτρωτη πόλη
ψυχές χαμένες
η Μητρόπολη δική τους

Οργανική ακολουθία




φασκιές που πήρανε παλιές
το νέο προφυλάσσουν
περιουσίες και ματιές
κοιτούν να το προφτάσουν

ζηλέψανε μα θες την ώρα
και χάρισαν σκιά και δώρα
μήπως μπορέσει μοναχό
αυτά που θα ‘βρει λογικό

φτιασίδια πέρασε κι αυτό
και ψάχνει το μοιραίο
σαν οικογένεια να σταθεί
μες στους ομοίους να ενταχθεί

παιδιά γεμίζει η γειτονιά
κανείς δεν τα αντέχει
γονείς που γίνανε απλά
τον έλεγχο απαλλάσσει

εντάχθηκες:
δεν θα κριθείς, δεν θα ρωτάς
μόνο εντολές θ’ ακολουθείς
είσαι πιστός και άρχοντας
του παραλόγου ερμηνευτής

Αναρχικός στρατιώτης



Είναι το μέλλον, το παρών
χωρίς να έχει παρελθόν
αδύναμος δικτάτωρ

Δεν έχει γνώσεις, λογική
δεν έχει κρίση, πρακτική
τον κάναμε διδάκτωρ

Κι εφόσον έχει επιβληθεί
χωρίς να έχει αγωνιστεί
γίνεται επίδοξος πράκτωρ

στον φαύλο κύκλο της παράνοιας
όλοι είναι θύματα μιάς εισαγόμενης διάνοιας

Εντελέχεια




Παρατεταμένη ξηρασία
τα ένστικτα επικράτησαν
Συνεχείς ακινησία
ενέργεια συσσωρεύτηκε

Μονάδα τεμαχίστηκε
όπιο περίσσεψε
Πήχης κατέβηκε
ασχήμια αποθεώθηκε

Νεκρόφιλοι κυριάρχησαν
η εξέλιξη ανακλήθηκε
Αγέλες μαντρώθηκαν
μίσος υπερίσχυσε

Καμένη γή
πέτρες θερίζει
τείχος στην θάλασσα
τα όνειρα παροπλίζει

Το βλέμμα μακρινό
οι κραυγές βουβάθηκαν
δεν ξέρεις αν πονώ
πατάς το κουμπί και χάθηκα

Αρχαίων λόγοι



Περάσματα δηλώνουν ιστορία
μια πάλη που θα φέρει υποταγή
στον κύκλο όλοι μπαίνουνε με ζήλια
κι αυτό που είναι εκεί δεν θα το δει

όλα τα άπιαστα έχουν ειπωθεί
η επανάληψη έχει κλέψει την ζωή
καλύτερα εγώ δεν θα τα κάνω
την επαφή φοβάμαι πως θα χάσω

καλύπτουν το κενό μέσ’ απ’ το μνήμα
περνάνε μες την μνήμη τα παλιά
αφού αυτοί τα πράξανε σωστά
εγώ γιατί να κάνω πιο πολλά;

χαμηλώνουνε τα φώτα στην γιορτή τους
περιούσιος λαός που ξεχωρίζει
και στο φώς του φεγγαριού προσαρμόζουν την όρασή τους
περιβόλι δανεικό να τους φροντίζει

μα δίχως σπόρο δεν φυτρώνει νέα γενιά
στην ανέχεια εθισμένοι μένουν στα παλιά
όσοι ψάχνουν για το φώς ίσως το βρούνε
μα αρίθμητοι ταμπέλα στον λαιμό τους το κρεμούνε

λόγος τρώει τα σωθικά
κι οι πράξεις γίνονται όνειρα
αναδρομή θα γίνει στα παλιά
μεμψιμοιρία της ζωής το όραμα

Ακροβατώντας





Απολογισμός του βίου
εν απουσία επάλληλης διαδρομής
πίνακας μισθοδοσίας η πορεία
πότε στο φως, πότε στο σκοτάδι

Όλα τύχη και συμπτώσεις
την ροή καθορίζουν οι αποφάσεις
Εδώ η αρχή, εδώ και το τέλος
πότε ηγέτης, πότε χαμαίζηλος

φρούδα νόηση η επιτυχία
Ανύπαρκτο βάρος η αποτυχία
Στ’ άγνωστο δίνουμε ερμηνεία
αλήθειες γίνεται η φαντασία

σιντριβάνι η ζωή
ατέρμονη η διαδρομή
και ο κύκλος φαντάζει ασύμμετρος

αντιγραφή

Πλάνη




χρησμός κι ανοίγει η αυλαία
αυτόνα τον πιστεύω
πατώντας τώρα το κουμπί
εγώ τον διαφεντεύω

ασήμαντος, αρνήθηκε την ήττα του
μα σαν τον είδανε παντού
εδέχθηκε τον λογισμό
την χάρη θα τους κάνει

υπόδουλος μα και τρανός
καμάρι δίχως πενία
αρνείται πως ήτανε αυτός
<<δεν είμαι εγώ Μαρία>>

και το κουμπί πάλι πατώ

λάθος πρώτο

Περάσαμε τα όρια
αλλού ήτανε η προσοχή
Ακούγαμε παράσιτα
άγνωστη η τρυφηλή αυγή

Τα πέντε στοιχεία που φοβάμαι



Πανικός, έρχεται η καταστροφή
καταζητούνται οι ένοικοι
φοβούνται τα οράματα
καταργούνται οι θεματοφύλακες

Φασισμός μ’ αποδέκτη
φανατισμός ακέφαλος
αφανισμός μονόπλευρος
και θέλω να προσέχετε

τα παιδιά που τις γνώσεις τους φαλκιδεύουν
ευνουχίζοντας την κριτική τους σκέψη
κι άλλοτε σε προϊόν τα μετατρέπουν
βιάζοντας την αθωότητα που τους πρέπει

τους εύχαρους νέους που δεν μάθανε οράματα να πλέκουν
και παραδίδονται στους φαιδρούς δημαγωγούς
που αρνούνται για την ζωή τους να παλεύουν
προτάσσοντας εικονικούς φραγμούς

τις γυναίκες που την μητρότητα φοβούνται
γιατί μόνες τους παλεύουν νύχτα-μέρα
κι ευτελίζουν την αξία τους κι αναδομούνται
για να γίνουν αποδεκτές στην αρένα

τους άντρες που ταυτότητα δεν έχουν
κι αγκαλιάζουν την εικόνα ή την βία
τις ευθύνες σε υποχρεώσεις μετατρέπουν
και θαρρούν πως δύναμη είναι μόνο η εξουσία

τους γηραιούς που τους πετούν μ παρρησία
κι ότι δώσανε ευθύς το διαγράφουν
σταματήσαν να παράγουν περιουσία
και σ’ έναν τόπο ερημικό τους στοιβάζουν


για τους άλλους,
τους δυνατούς,
τους αυθεντικούς
δεν φοβάμαι
ξέρουν τι θέλουν
και για όσα αξίζουν, να πολεμάνε

με αξιοπρέπεια

κάπως έτσι………..




κόψαμε τις φλέβες μας και κάναμε κορδέλες
χτίσαμε τα όνειρα σε περίλαμπρους τενεκέδες
έγκλειστη η νόηση σ’ ένα παραμύθι
θές να ζήσεις την χαρά; πέρνα από το σπίτι

φύτρωσε αγριάδα στον κουβά
θα ‘ναι από την σκόνη
πέρνα να σβήσεις την φωτιά
που άναψε το χιόνι

ξέρεις πώς είσαι μοναχός
ατόφιος ερημίτης
καλέ μην καίς τζάμπα το φώς
θα ‘ρθει ο αποσπερίτης

μην κουνηθείς, ούτε να το διανοηθείς!
δεν είσαι άνθρωπος εσύ, δεν έχεις καν ουσία
μια σάρκα, μόνο θα υπηρετείς
κι εκστασιασμένος θα ζητάς την ματαιοδοξία

μικρός θεός που πίστεψε πως είναι περιστέρι
του κόψαν όλα τα φτερά κι ένοιωσε αστέρι
ποιόν ουρανό μπορεί, τώρα να κατακτήσει;
αμέτρητα άστρα λάμπουνε που από καιρό έχουν σβήσει

Δορύκτητοι



δούλοι μιάς νέας εποχής
αφήνονται στο κύμα
αντίσταση κατά της αρχής
σαν γίνονται το θύμα

δεν θέλουν το ύψος τους να δούν
παλεύουν νύχτα- μέρα
και μεταξύ τους θ’ αναμετρηθούν
στων εμπόρων την αρένα

τις νίκες δεν χαίρονται στιγμή
τρέχουν για να προλάβουν
κι ότι με κόπο έχει κερδισθεί
ευθύς το διαγράφουν

την αυτοδύναμη πυγμή
σε χρέος μεταλλάσσουν
δεσμά που έχουν επιλεγεί
τα όνειρα πατάσσουν

το αφεντικό σου ποτέ δεν θα δείς
ποτέ δεν θα ελευθερωθείς
μάχη χωρίς πεδίο βολής
τις χειροπέδες σου θ’ αποδεχθείς

Αμετροέπεια στην λογική
περνάμε δίχως ανατροπή
αντίδοτο η έπαρση
εκούσια η φυλακή

δια ταύτα




μες το καθρέφτη έχει κρυφτεί
βλέπω τον όμορφο τον νιό τα κάλλη του θωρεί
βλέπω μοιραία θυγατέρα που θέλει να φτιαχτεί
παιδί έχει μέσα του φυλακιστεί

πέρα να ταξιδεύσει δεν μπορεί
αφήνεται, στην μπόρα έχει δοθεί
έξαψη λέει πως είναι η στιγμή
και στην σειρά ακολουθεί

γυρνώ μεσ’ τ’ άδειο σκηνικό
κοιτώ τον κόσμο στον σωρό
τα πάντα για να νοιώθουν ευχαριστημένοι
αφήνουν ίχνη, για μένα είναι ξένοι

συγγνώμη που δεν σε μπορώ
συγγνώμη τώρα σου ζητώ
συγγνώμη που σε προσπερνώ

υγιής, ευειδής, ευφυής
κι όμως επαίτης περιωπής

Ηλεκτρονικοί δραπέτες



σ’ έναν μικρόκοσμο φυλακισμένοι
δραπέτες της νόησης, αλλού δοσμένοι
ξεχνούν της ζωής τους την ανυδρία
σαν χάνονται στη δική τους ουτοπία

χωρίζει τ’ ορμέφυτο απ’ την παραμάνα
παράλληλοι κόσμοι, εξαρτημένοι
καθένα την μάχη του κι ας είναι αντάμα
την νύχτα μετρούνε ότι τους μένει

οι στόχοι αρίφνητοι μα στον καθρέφτη χτυπάνε
μοιράζονται στο σκοτάδι ότι στο φώς αποζητάνε
γνωρίζουν πως στο απίθανο δίνουν αξία
μ’ αρνιούνται ν’ αφήσουν την εικονική ευτυχία

αφήνονται στην ανακάλυψη της μαγείας
χρόνος και χώρος ορισμοί άλλης σημασίας
αυτή είναι η επανάσταση της τεχνολογίας
η επιλογή της προσωπικής επικοινωνίας

άηχοι φθόγγοι περιγράφουν ζωές
στο παραθύρι που ταξιδεύουν μόνο ψυχές
εδώ μοιράζονται δίχως αναστολές
εδώ ελεύθεροι, δίχως ανατροπές

δίχως ;
η αναζήτηση της επιστροφής, εθισμός, αρχίσαν οι επιπλοκές

πίσω από τις μάσκες της παραμάνας
κρύβεται ο ανθρώπινος νους και η ψυχή της θάλασσας

Γενιά επαναστατών





Εξωστρεφή πολιτική της χώρας
Ψωμί παιδεία ελευθερία
Τέσσερις κόσμοι
Καθαρότητα πολιτικής σκέψης
Η επικρατούσα φιλολογία ακυρώνει την πραγματικότητα
Ο μύθος της εξουσίας
Καρυκεύματα που δίνουνε την γεύση
Καρυκεύματα καλύπτουν το σαθρό
Η αγαλλίαση της ανευθυνότητας

κι είναι ο φόβος που τον άνθρωπο χειραγωγεί
κέρβερος με τέσσερα κεφάλια
(κυβερνήτης, ιερέας, οπλονόμος κι έμπορας)

καθένα ένα, την φτώχεια του συντηρεί
περνώντας του τ’ αόρατα ακάνθινα στεφάνια
(αμάθεια, αρρώστια, αδράνεια κι η άψυχη συνουσία)

στην μέγγενη έχει οδηγηθεί
σηκώνει τα χέρια με περηφάνια
( υποταγή, πληρωμή, πόλεμος κι εντυπωσιασμός )

κι ιδού

πονάς, βαρυγκωμάς, τ’ απολαμβάνεις
γελάς, χοροπηδάς, τότε τρομάζεις
για συμπαράσταση το δάκρυ σου προβάλεις
μ’ αν είναι από χαρά, κρυφά το θυσιάζεις

Πέμπτη 2 Απριλίου 2009

Απλοϊκή προσέγγιση



Με κούρασε το κλάμα σου
δεν είναι αυτοί που σ’ οδηγούν
εσύ ακολουθείς
ξύπνα

Την πέτρα έκανες χρυσό
στο νήμα αξία έδωσες
και ποτέ δεν τα ευχαριστήθηκες
άρχοντα

Δεν σου στερούν την ζωή
εσύ αρνείσαι την απόλαυση
σέρνεις το βήμα, δεν βαδίζεις
πορέψου

Κραδαίνεις την δυστυχία σου
χαίρεσαι τον θύτη σου
αφήνεις την χαρά κρυμμένη
ζήτησε

Το δίκαιο αποδέχεσαι
το άδικο μνημονεύεις
το ένστικτο από μέσα σου απολύεις
αληθινά

Στην ψυχή πιστεύεις
το σώμα καμαρώνεις
τον χρόνο στην στεναχώρια δίνεις
πάρε

Το ωραίο θαυμάζεις
το εύπεπτο επαναλαμβάνεις
μ’ ενοχή τ’ ομολογείς
επίγεια

Τον άνθρωπο κατακρίνεις
ελπίδα το παιδί ονομάζεις
εσύ τον ενήλικα δημιουργείς
διαδρομή

Όπου αναπνέεις παράγεις πολιτισμό
όπου ασφυκτιάς παράγεις έργο
κι εσύ στο τίποτα δίνεσαι
κράτησε

Μ’ αν φτωχός γεννήθηκες
αυτό ήτανε μία σύμπτωση
που εσύ διαιωνίζεις
πίστη

Και τώρα ζητάς να σε λυπηθώ
μα εγώ δεν το μπορώ
επειδή υπάρχεις εσύ, εγώ είμαι μόνη
όταν υπάρχω εγώ, εσύ είσαι μόνος
ανοχή

Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

Μετάλλαξη



και χάμπουργκερ θα γίνω, τι χαρά
όταν τα δύσκολα θα κάνω πολύ απλά
όταν τον νου σ’ αριθμομηχανή θα μεταβάλω
και τις ευθύνες στον αφέντη μου θα μετατάξω

σαν το σκυλάκι μου θα γίνω, τι χαρά
μόν’ τρώει, μόνο κοιμάται και γαμά
αντίζηλους θα φτιάξω, θ’ αφανίσω
το DNA μου με παρρησία θ’ ακολουθήσω

και η μετάλλαξη επέτυχε, τι χαρά
ιδανικό το σπίτι, ζωγραφιά
με την αόρατη επαφή τώρα γελάω
την ανωφέλευτη ανάσα προσπερνάω

στον κόλαφο των αποφάσεων
θεός φυλάει

Απόδραση



γρήγορα να φύγουμε, γρήγορα από ‘δώ
πριν το νου μας λειώσουμε μες τ’ απόβραδο
όλη αυτή η ανέχεια, πρόσωπα κενά
δίπλα μας και στέκεται, μεταδοτικά

μα κι αν φύγεις μακριά, πάλι θα σε βρούνε
με ρυθμούς που δεν θα δεις θα ανταμωθούνε
καταφύγιο δεν έχει απ’ τον άνεμο αυτό
δίνει, παίρνει και αφήνει δεν το βλέπεις μα είναι εδώ

πρέπει τώρα να συμβάλεις για να γίνει η αλλαγή
να περάσει η ανέχεια, η αδιάφορη ζωή
να υπάρξει λίγη τρέλα, να ‘χει ένταση το βιός
να δοθεί και πάλι ανάσα, να φανεί ο ουρανός

Λαοφιλείς συνάξεις εκπροσώπους αγορεύουν
θαμπωμένοι απ’ το παραμύθι εθελοτυφλούν
Αλισάχνης ψιμύθια, φληναφήματα που επιπολάζουν
αν φανεί η αλήθεια, τα δεδομένα θ’ αλλοιωθούν

φατρίας λεμβωδίες

Χειραγώγηση




Δώδεκα οι Βασιλείς
που τα σύνορα κρατούν
και τους νόμους προσάγουν

Δώδεκα οι Απόστολοι
που τα σύνορα κρατούν
και τους κανόνες θέτουν

Δώδεκα οι Κτήτορες
που τα σύνορα κρατούν
και τη ενέργεια αποκομίζουν

Δώδεκα οι Ήρωες
που τα σύνορα κρατούν
και την εξάρτηση προσδίδουν

Δώδεκα οι Σοφοί
που τα σύνορα κρατούν
και τις αξίες φυλάγουν

Δώδεκα οι Αθάνατοι
που τα σύνορα κρατούν
και τον χρόνο αποκοιμίζουν

εκατομμύρια οι άνθρωποι
που τα σύνορα κρατούν
και αναφωνούν
Επιτέλους έφυγαν οι ευθύνες
και ψιθυρίζουν
ας λείψουν και τα δικαιώματα

έχω καταπραΰνει τις ενοχές μου
δεχόμενη τα λάθη μου

Ευθύνες



Ένα παιδί εκπαιδεύεται
παιδί να παραμείνει

ένα παιδί εκπαιδεύεται
την μήτρα του ν’ αφήνει

ένα παιδί εκπαιδεύεται
την ρώμη του να χτίσει

ένα παιδί εκπαιδεύεται
ζωή να αψηφήσει

ένα παιδί εκπαιδεύεται
το μένος ν’ αντιτάσσει

ένα παιδί εκπαιδεύεται
πως είναι ο προστάτης

ένα παιδί εκπαιδεύεται
και περιμένει

και περιμένει
το έργο του να πράξει
όταν ο πόλεμος αρχίσει

Υπερφόρτωση
ασύδοτο τ’ ορμέφυτο
κανείς να το δαμάσει
απρόσκοπτος χαλκέγχης
την αίγλη έχει κερδίσει

Πόλεμος



με όπιο το σώμα σου θα κατακτήσω
με την παγκόσμια γλώσσα τα μυστικά σου θ’ αφανίσω
τον δράκο μες την άγνοια θα πιστέψεις
την δύναμη της μοναδικότητάς θα επιστρέψεις

ελεύθερος ποτέ ξανά
εγώ θα σε ελέγχω
εγώ, εγώ, εγώ θα σε ελέγχω
εγώ, εγώ, εγώ θα σ’ εκπαιδεύω

παιχνίδια όμορφα πουλώ, αν λείψουν θα τρομάξεις
μ’ οργανωμένο φανατισμό, στην γνώση δεν θα φτάσεις
εσύ εμένα θα δεχτείς, γιατί είμαι ο κολλητός σου
στην αναζήτηση δεν θα δοθείς, γιατί είμαι το είδωλό σου

ελεύθερος ποτέ ξανά
εγώ θα σε ελέγχω
εγώ, εγώ, εγώ θα σε ελέγχω
εγώ, εγώ, εγώ θα σ’ εκπαιδεύω

να μου ξεφύγεις δεν μπορείς, φόβος εξουσιάζει
την υποδούλωση θ’ αποδεχτείς, ασφάλεια δαμάζει
κι όταν θα τα ‘χεις δώσει όλα, και την αλήθεια αντιληφθείς
με το σπαθί σαν αμυνθείς, την γέννα σου θα αρνηθείς

ελεύθερος ποτέ ξανά
εγώ θα σε ελέγχω
εγώ, εγώ, εγώ θα σε ελέγχω
εγώ, εγώ, εγώ θα σ’ εκπαιδεύω

μα πάλι μην ανησυχείς, ίσως ποτέ σου δεν το δεις
ανώδυνος ο τοκετός, ανώδυνη και η ταφή

Ανταλλαγές



κινείται – κινείται ακόμα κινείται
κλέψ’ του τα ψάρια, πούλα του δίχτυα

κινείται – κινείται ακόμα κινείται
κόψ’ του το χέρι, δώσ’ του μαχαίρι

κινείται – κινείται ακόμα κινείται
κρύψ’ του την θέα, βάλτου παρέα

κινείται – κινείται, ακόμα κινείται
πάρ’ του τον ήχο, χτίσε του τοίχο

κινείται – κινείται, ακόμα κινείται
δέσ’ του τα πόδια, μάθε του ξόρκια


-άφησέ τους να επιλέξουν
(αλλά φρόντισε ν’ αγοράσουν)


-πώς να παίξεις την ηλεκτρική σου κιθάρα στην παραλία;
αφαιρείς την παραλία, κρατάς την κιθάρα

Αντίλογος



Μόνη αποδοχή το ελληνικό
μόνη αποστροφή η ξενομανία
με σεβασμό εξετάζω το αλλότριο

Κι όταν μου προσφέρουν τσιγάρο
λέω, ευχαριστώ, έχω τα δικά μου.

Κι όταν μου λένε, βάλε τη λάμπα που καίει νυχθημερόν
λέω, ευχαριστώ, έχω τον ήλιο.

Κι όταν μου λένε, φόρεσε το γκρι κοστούμι
λέω, ευχαριστώ, προτιμώ την πολύχρωμη κομψότητά μου.

Ευχαριστώ, θα χρησιμοποιήσω την τεχνογνωσία σας,
τους αριθμούς σας
μα θ΄ απολαμβάνω την ντομάτα μου, την ελιά
και το καθάριο λαμπερό κρασί μου.

Κι όταν μου λένε, προσαρμόσου στην μιζέρια μου
λέω, ευχαριστώ, θα διατηρήσω την γκρίνια μου

Κι όταν μου λένε, απόλαυσε την διαστροφή
λέω, ευχαριστώ, διερευνώ την αγάπη.

Κι όταν μου λένε, πάρε την ησυχία μου
λέω, ευχαριστώ, θα κρατήσω το εύηχο γέλιο μου.

Κι όταν μου λένε, ακολούθησε το μπιτ της μουσικής μου
λέω, ευχαριστώ, απορρέω μουσικούς φθόγγους και χορεύω.

Κι όταν μου λένε, ορίστε η μελέτη
λέω, ευχαριστώ, ακόμα πλάθω παραμύθια.

Κι όταν μου λένε, το αύριο δές
λέω, ευχαριστώ, υπήρξα, υπάρχω και θα υπάρχω.

Κι όταν μου λένε, θα σε κάνω βασιλιά
λέω, ευχαριστώ, θα παραμείνω μάγος.
Μη γίνεις βασιλιάς

επίλογος

Τα επτά κακά της μοίρας μου



νύσσω τα σπάργανα που μ’ έντυσαν
δίχως να με μετρήσουν
κι αδοκίμαστα μ’ έχτισαν
σε κάποιο σωρό όλους να μας τοποθετήσουν
με βιάση

κάθε υφάδι τους θα ξετυλίξω
που κόβουν το αίμα και πνίγουν την χαρά
τα κύτταρα μου θα εξαγνίσω
αναστενάρισσα, θα περάσω απ’ την φωτιά
και θα κάψω

την υποβόσκουσα φιλαρέσκεια που με τυφλώνει
την επιζήτηση της επιβεβαίωσης που με περιχαρακώνει
την εξάρτηση της σιγουριάς που με παροπλίζει
τον φόβο που με φυλακίζει
την οκνηρία που με φιμώνει
την εμπάθεια που με ακυρώνει
την ενοχή που με φαλκιδεύει

μέσα απ’ αυτά με χειραγωγούν
κι εγώ τους το επιτρέπω
τα νήματα της μαριονέτας μου άμα κοπούν
προδιαγραφές ανατρέπω

κοντά το τέλος, κοντά
φτερούγες ανοίγουν, οι πτήσεις χαμηλά

Ανεμος

Κι είναι η σχέση του ζευγαριού άνεμος μεταβλητός, πότε νοτιάς, πότε βοριάς και πότε νηνεμία.

Αμφισημία




είμαι το φάντασμα αέναων πολέμων
αγνοούμενη μιάς πόλης δίχως σύνορα
απύθμενος ο λάκκος των γιγάντων
όπου στοιβάζω τα όνειρά μου τα ανήμερα

εισπράττω χαρά απ’ τα δεσμά μου
κήρυκες τα ορμέφυτά μου
θύμα αθόρυβου πολέμου
πότης ενός εύγευστου ανέμου

σπερμόσακοι γονιμοποιούν τα ωάριά μου
γίνονται ένα με την βροντή
και μόνο εγώ ακούω την κραυγή μου
εξαγνίζομαι με την βροχή

είμαι εδώ για να ερμηνεύω
να δίνω δίχως να παίρνω
να χαίρομαι μ’ όλ’ αυτά που γύρω μου μαζεύω
είμαι εδώ αλύτρωτες ψυχές να θωπεύω

ΓΥΝΑΙΚΑ
ΠΟΙΗΣΗ

πότε νοτιάς

Έρωτας

κι έχει μια μελαγχολία ο καιρός
που μ’ έχει νοτίσει κι έχω βαρύνει
και θέλω τη ζέστη, την ελευθερία, το φώς
και θέλω το καλοκαίρι που μ’ έχει λησμονήσει
-έναυσμα-

και θέλω εσένα να μ’ αγκαλιάσεις
κι εγώ γυναίκα, κι εσύ να μ’ αγαπήσεις
και θέλω τ’ απόβραδο να με γητέψεις
κι ολόκληρο αύριο να μου χαρίσεις
-επιθυμία-

μες τις σκιές σου να με τυλίξεις
βουνό εσύ, κι εγώ μια πεταλούδα
κι εγώ να χάνομαι κι εσύ να με γυρέψεις
μη σκιάζεσαι θα ‘μαι εκεί, θα περιμένω τ’ άγγιγμά σου
-παιχνίδι-

αμίαντη κανόνων ικμάδα, βαπτίζει το είναι
άλκιμη πνοή ωθεί την ψυχή και ίπταται
λικνίζει ο νούς στους χτύπους της καρδιάς
αποκαλύπτοντας ονειρικές διαδρομές, απόκοσμες
γνέθοντας αναμνήσεις παθητικά ωραίες
-έρωτας-

μα η τέρψη από το ηδύ κρατά όσο το γεύεσαι
μετά σιωπή
-λαγνεία-

Ανατροπή

Ήρθες στον δρόμο μου σαν Άρης, σαν θεός
μια δύνη που το κορμί μου διαφεντεύει
Ενώθηκε ο κόσμος μου, στεριά και ουρανός
κι έγινε θάλασσα, που στ’ άγνωρο δίχως φραγμούς
με ταξιδεύει

Μια ευωχία ψυχική η θύμησή σου
με πάει μακριά, αλλού, ως την πνοή σου
Απρόβλεπτη παλίρροια με δαμάζει
η ύπαρξή σου την σελήνη εξουσιάζει

Πάνε πιά χρόνια που δεν γεύτηκα μια μάχη
γραμμένες σελίδες που ξαναδιάβαζα μονάχη
Μα νέα νοήματα και πάλι αποστηθίζω
μέσα απ’ το είναι μου, κρυμμένα, αναβλύζω

Ήρθες σιμά μου όταν πιά δεν πονούσα
κι είχα κερδίσει την γαλήνη που ποθούσα
Την πληρότητα της αρμονίας, είπα αγγίζω
μα τώρα νοιώθω πως την ολοκλήρωση προσεγγίζω

Ότι απέρριψα σαν ανυπόστατο παραμύθι
ήρθε μπροστά μου, ανακλημένο από την λήθη
Ότι αποδέχτηκα ως τα τώρα δεν διαγράφω
μα ερμηνεύω απ’ την αρχή και ξαναγράφω

δεν αναιρεί, παίρνει την θέση του κι ισορροπεί
ότι πηγάζει από βαθιά δίχως τροπή
και συμπληρώνει δίχως στο σύνολο να κυριαρχεί

μας οδηγούν οι μελωδίες
πάρε με στην αγκαλιά σου
σκεπτομορφή του απόκρυφού μου

Σε σκέφτομαι

βυθίζομαι σ’ έναν άγνωστο κόσμο
όπου μ’ οδηγούν τα βήματά σου
δεν ξέρω αν είναι αληθινό
μα ευφραίνομαι από το άρωμα του ονείρου σου

μια κουπαστή η σκέψη σου
κι εγώ ακουμπώντας ανεβαίνω
ακολουθώ το ψίθυρο της φωνής σου
πως βρέθηκα εδώ; γιατί; δεν το διαλέγω

περνάω από την απάθεια στον λήθαργο
και νοιώθω την γαλήνη
έχω ενδύσει στην νόηση το ατίθασο
κι η περιπέτεια αυτή μόνο χαρά μου δίνει

τι βαθαίνει τον νου και χάνομαι;
πόθεν έρχεται η λαχτάρα να μ’ αγγίξεις;
μια σου λέξη και στο απέραντο δίνομαι
κάθε έγνοια μου στο άπειρο σκορπίζεις

Πνοή ανέμου

διαχέομαι στ’ απέραντα ακρογιάλια
χωράω…………..…σε μιά αγκαλιά
χρώματα απλώνω ολόγυρά μου
σχήματα δίνω στα όνειρά μου
πάνω τους βαδίζω προσευχόμενη

μες τον καμβά μου σε προσκαλώ
κι αν με πιστέψεις, θα πιστέψω

τον φόβο του άγνωστου θα πολεμήσω
και στης ψυχής την ντοπιολαλιά θ’ αφεθώ
σ’ ένα μεθύσι θα σε συναντήσω
και λίγη από την τρέλα μου μαζί σου θα μοιραστώ

Περιπλανιέμαι σ’ ολόχρυσες ερήμους
κουρνιάζω…..σ’ ασημένιους κύκλους
άνθη του χρόνου φυτεύω ολόγυρά μου
βράχους κάνω τα όνειρά μου
γύρω τους βαδίζω προσευχόμενη

μες στις σκιές μου σε προσκαλώ
κι αν με αποδεχτείς, θα σε δεχτώ

στα σύννεφα ψηλά να μ’ ανεβάσεις
να νοιώσω την ανάσα του θεού
με του έρωτα το φώς να με σκεπάσεις
να γίνω το παιδί του ουρανού

κι ο πάγος ιδρώτας θα γενεί
κι όχι βροχή
σαν είναι ο έρωτας μια θεία πνοή
κι όχι της σάρκας υποβολή

Σ’ ακολουθώ

τη χρειάζομαι την αγάπη σου
να μου το λές
να ‘μαι η έγνοια σου
να με ‘θές

γιατί είναι η αγάπη νόστος και λατρεία
κι αποδοχή δίχως αλλαγές

σ’ ακολουθώ,
στο αύριο του χθές

θέλω να νοιώθω τη λαχτάρα σου
πως είμαι εγώ να λές
σε μιά αγκαλιά να υιοθετώ τη θέρμη σου
να με καίς

γιατί είναι ο έρωτας πόθος και λαγνεία
κι ανατροπή δίχως αναστολές

σ’ ακολουθώ,
οδήγησέ με όπου ‘θές

είναι ίσως σταγόνα, απόκομμα ιστορίας,
τραγούδι οπερέτας,
απρόσμενη λαμπερή λίμνη ονείρου,
μα ότι υπάρχει,
μονοπάτι ιερό σε ουτοπία

Σ’ ακολουθώ κι όσο γεμίσει
Σ’ ευχαριστώ κι όσο κρατήσει

Αντιστοιχείωση

Αν η αγάπη ήταν στοιχείο, θα ήτανε ύδωρ, μια θάλασσα.
Όταν αφήνεσαι στην αγκαλιά της χάνεις την βαρύτητά σου.
Σε κρατάει απαλά σαν χάδι, δίχως κτητικότητα.
Καθρεφτίζει αυτό που αντικρίζει, δίχως δικό της χρώμα να μειγνύει.
Κάθε ουσία παραμένει αυτούσια μα δεν υπάρχει εγώ, μόνο εσύ. Δύο εσύ κάνουν ένα εμείς, ένα μαζί.
Δεν χάνεσαι απλώνεσαι, ενώνεσαι.
Και το ερώτημα είναι, αφήνεσαι;
Εγώ ναι!
Καλημέρα αγάπη μου, μια όμορφη καινούργια μέρα ξεκινάει ας την χαρούμε με θετικές σκέψεις, ταξιδιάρικες και ζεστές.

Αν ο έρωτας ήταν στοιχείο, θα ήτανε πυρ.
Όταν το περιορίζεις δίνει ενέργεια, κίνηση, ζεστασιά.
Έχει το χρώμα του ήλιου και του αίματος μαζί.
Αν το αφήσεις ελεύθερο καίει τα πάντα, μα κι όλα τα ζιζάνια
Εξαγνίζει το χώμα και μπορείς και πάλι άφοβα να σπείρεις.
Είτε λοιπόν το ελέγχεις είτε όχι, πάντα στο τέλος αφήνει κέρδος.
Μ’ αν το αφήσεις να πάει στο δάσος, τότε και μόνο τότε θα χάσεις, ακόμα και το σπίτι σου.
Και το ερώτημα είναι, μπορείς να το ελέγξεις;
Αυτό δεν το ξέρω
Καληνύχτα αγάπη μου κι όνειρα γλυκά, απόψε θα κοιμηθώ μ’ ένα κερί αναμμένο και θα ‘σαι πλάι μου.

Αν η χαρά ήταν στοιχείο, θα ήταν αήρ.
Τρέφει την ανάσα σου και σε ξαφνιάζει.
Δεν έχει χρώμα και μορφή, σύνορα δεν αναγνωρίζει, έχει ορμή και ξεχειλίζει.
Μπορεί να σου δώσει ώθηση και να πετάξεις, μ’ αν είναι βοριάς μπορεί πολύ μακριά να σε τινάξει και τα βαρίδια σου θα τα θωρείς σαν ξένα κι ας τα κρατούσες για καιρό κοντά σου φυλαγμένα
Και το ερώτημα είναι, μπορείς να τους δοθείς δίχως από φόβο να κρυφτείς;
Εγώ ναι!
Καλημέρα χαρά μου, νιώσε τον άνεμο που φέρνει το καινούργιο και χαμογέλασέ του, για να ‘ναι καλότυχο αυτό που θα ΄ρθεί.

Αν η σκέψη ήταν στοιχείο, θα ήταν γή.
Κρατάει τα μυστικά της ζωής και μας φροντίζει.
Είναι γεμάτη χρώματα, σχήματα και μας κεντρίζει.
Διαρκώς μας εκπλήσσει με τις δημιουργίες της κι εκεί που λέμε πως την γνωρίζουμε όλο και κάτι νέο συναντούμε.
Μπορείς επάνω της να σπείρεις, να περπατήσεις, να χτίσεις κι αυτή θα σε στηρίξει.
Από τις θύελλες και τις καταιγίδες μες τις σπηλιές της μπορείς να προφυλαχτείς.
Και το ερώτημα είναι, θα την εμπιστευτείς;
Εγώ ναι!
Καληνύχτα έγνοια μου, μη φοβηθείς το σκοτάδι, υπάρχει δίπλα σου κάποιος που σε νοιάζεται και θέλει την ευτυχία σου.

Όλα τα στοιχεία που δίνουν ζωή
αρχίζουν και τελειώνουν σ’ ένα
Το τι υπάρχει πέρα από αυτήν
δεν το ‘χουν πει σε κανέναν

Ταλάντευση

ακολουθώ τα μονοπάτια της λογικής
μα εσύ με αποσυντονίζεις
ακολουθώ τα μονοπάτια της ψυχής
μα εσύ με απομακρύνεις

κι ενώ χάθηκα στους δρόμους της σιωπής
οι κραυγές δυναμώνουν μέσα μου
κι ενώ παραδόθηκα στους κόλπους μιάς
φανταστικής θαλπωρής
η λογική δυναμώνει μέσα μου

γυρνούν οι αποφάσεις μου
σ’ αυτό που θα είχα αν…….
αντιλέγουν τα πρέπει μου
σ’ αυτό που θα είχα αν…….

μα κάπου υπάρχει το λάθος
θολά όλα από την ρύμη της επιθυμίας
νεκρά όλα από την λύπη της απουσίας
κι όμως υπάρχει το πάθος

ξέρω πώς το αύριο μπορεί να μην φανεί
κι αυτό που αφήνεις για πάντα θα χαθεί
μ’ αν στην καρδιά δεν νοιώθεις ουρανό
το λάθος που κάνεις σ’ οδηγεί σε μονοπάτι σκοτεινό

Ακούσια

σε μια διαδρομή βουβή
δίχως εικόνες
μαινάδες κρυμμένες, είναι εκεί
ορμές υπόγειες

πώς να χορτάσω;
ποιος θα με δεί;
μένω μη χάσω
μα ότι απέμεινε είναι η φυγή

πάρε με από ‘δω
μπορείς!
διώξε το χτικιό
μπορείς!

κοντά στην νύχτα γίνονται όλα
όταν δεν έχεις πιά τίποτα να πείς
μες την σιγή ακούγονται όλα
αυτά που περάσαν κι αυτά που θα ‘θελες να δείς

χλωμό το πρόσωπο που ακολουθείς
μα να ξεφύγεις δεν μπορείς
νοιώθεις πως πρέπει από κάπου να πιαστείς
κι αρκείσαι στην υποψία μιάς πνοής

πάρε με από δώ
μπορείς!
διώξε το χτικιό
μπορείς!

Tέλειωσαν τα σ’ αγαπώ

όλα έχουν ειπωθεί
ξανά και ξανά
σίγουρα δεν έχει ανταμοιβή
μονάχα ερημιά

κουράστηκα να παίρνω τα μισά
κι αυτή η ατελέσφορη αναμονή που με πονά
που δίνει δάκρυ και γίνομαι σκιά
ξέρω πως πρέπει να χαθεί, να φύγει μακριά

όσο πάω και χάνομαι εκεί ανάμέσα
τον υγιή εγωισμό μου αφάνισα
κι ούτε ένα χάδι, μια ζεστή αγκαλιά
διάφανα όλα, άνυδρα, ξερά

απλόχερα το είναι μου θέλησα να δώσω
πολύτιμη για κάποιον θέλησα να νοιώσω

επίκριση, συγκατάβαση
και καμιά αποδοχή

συμφιλίωση με την αλήθεια
αγκαλιά με τον εαυτό μου θα μ’ έβρει η νύχτα

H αγάπη που δεν έμεινε

μη με κρατήσεις σαν ενοχή
φορτίο σου μη με κάνεις
ήμουν, μα πέρασα σαν το πουλί
στάση στιγμής, συνέχισα, μην τρομάζεις

θέλω να μείνω ένα σημάδι στην καρδιά σου
μια θύμηση, που θα κρατάει ένα σκίρτημά σου
εικόνα φευγαλέα στα όνειρά σου
να ‘μαι ‘κει, μια γωνιά, στην ανάμνησή σου

θέλω να με χαϊδεύεις νοερά όταν πονάς
κι ο πόνος γλυκύτερος, ν’ αντέχεται
μια άϋλη παρουσία, όταν σιωπή, να της μιλάς
βάλσαμο φυλαγμένο, σαν θα χρειάζεται

στου παραδείσου την έκσταση στοχεύαμε
μα ότι είδα δεν είδες
στην κόλαση της απολαβής κολλήσαμε
κι ότι πήρα δεν πήρες

πότε βοριάς

Συνεχής κηδεμονία

Αβιογέννετη να ‘μουνα
ζωή να μην χρωστάω
ακόλουθος της προκοπής
κανείς να μου χρωστάει

Το πράττω εγώ, είναι καλό
το κάνεις, μ΄ άλλα μάτια
θυμώνω όταν θα το δω
δικά μου τα κομμάτια

Δεν θα το πώ, να μην το πεις
σε νοιώθω, δεν θα επέμβεις
κι αν λάθος είναι το σωστό
καφέ - τσιγάρο όταν ξυπνώ

Σώμα ψυχή και λογικό
επέλεξα το ποσοστό
ότι δανείστηκα κρατώ
το σύνολο μοναδικό

Θα με δεχτείς; σ’ έχω δεχτεί
σταμάτα να προστάζεις
η μήτρα μου είναι αυτή
ψάξε, μην με αλλάζεις

Η δράση την αντίδραση

Έγινες Κυρίαρχος
έγινα κυνηγός

Ζητάς την υποταγή μου
κι εγώ σου δίνω την προστυχιά μου

Μηχανεύομαι την επιβίωσή μου
κι εσύ αναζητάς την ειλικρίνεια μου

Κάθε σου διαταγή ένα μου βήμα πίσω
με πείσμα τις έξεις μου προτάσσω

Έχω να δώσω έχω να πάρω
αντίδραση στην αρπαγή, αποχωρώ

Την γέννα μου αποκαθιστώ
κι όνομα επίγονο αποκτώ
κι όταν την διαφορά μου επιβάλλω
την ένδεια από την παρουσία μου θ’ αποβάλω

Ρούχο θηλυκό δικό μου
Ένδυμα αρρενωπό δικό μου

Παιχνίδια βασισμένα σε εικόνες
απέχω

Ακυβέρνητη

Ευάλωτη και σάστισα
δέχτηκα ότι απέρριψα
Νηφάλια κι αν πεικάζω,
ενάντια μου βαδίζω

απέτυχα;
δεν φταίω εγώ
αστόχησα;
δεν φταίω εγώ

Πως φεύγω μόνο πες μου,
δίχως το λάθος να χρεωθώ
Πως μένω μόνο πες μου,
αντίθετα μου πως να σταθώ

Έχασα τις ανοχές
τον ίδιο μύθο κλαίω
Αναμονή στις εσοχές
την καταιγίδα καίω

απαίτησα;
δεν φταίω εγώ
αρνήθηκα;
δεν φταίω εγώ

Αντίπερα τώρα κοιτώ,
την γέφυρα αναζητώ.
Παίρνω φτερά, μην κουραστώ.
Βάζω φωτιά για ν’ αντισταθώ.

Σκιά είμαι σ’ έναν αυλό
τον ήχο έχω έναυλο
Σαν κάλυψα την διαφορά
έχω φωνή, Επαναφορά

αγρίεψα;
δεν φταίω εγώ
ατόνησα;
δεν φταίω εγώ

Αγανάκτηση

παρέδωσα και δεν χρωστώ
καίω την φύση δεν σε βαστώ
χτυπώ την δίκη φασιστικά
η παρουσία σου μ’ ασφυκτιά

μα ως εδώ η παραδοχή
ζητώ για λίγο, λίγη σιγή
κάντο να φαίνεται σαν το κουτί
κι ας το επιτέλους ‘φτο το γιαπί

ψάχνεις και χάνεις την διαδρομή
βήμα το βήμα ακολουθείς
είργεις το μήκος στην μηχανή
έχτισες τοίχο, παραμελείς

διάτρητη τον σεβασμό παραδίδω
χάνω τα εμπόδια, υπερπηδώ
την περηφάνια δώσε μου πίσω
κερδίζω, την αγλαΐα θα χαρώ

αχόρταγη την πηγή καταλύω
τους ήχους απολαμβάνω
ψάχνω αυτό που γνώρισα
τέμενος και σφράγισα

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

Πάντρεμα

στιγματίζω ότι δεν φτάνω
επικαλούμαι το σωστό
κι αν στο πρίσμα το κοιτάζω
πρέπει να δημιουργηθώ

να διαγράψω το εγώ μου:
είναι αδύνατον θαρρώ
θα κερδίσω μόνο πόνο
σίγουρα θα κουραστώ

το κριτήριο της γνώσης
έχω ελαφρυντικό
και το ένστικτο της πτώσης
έχω όπλο αμυντικό

το συμβόλαιο έχω υπογράψει
με όρους που ήθελες εσύ
μα δεν είχε ερμηνεία
χτίζω στην αμφιβολία

σε κοιτώ και περιμένω
ότι κάνεις κι εγώ κάνω
σαν αρχίσουν οι συγκρίσεις
εγώ χάνω, θα κερδίσεις

μόνη μου λοιπόν πηγαίνω
και χαράσσω νέα γραμμή
αν στο ίχνος σου βαδίσω
άφαντη η δική μου διαδρομή

κι αν εσύ με κατακρίνεις
μου ‘ναι αδιάφορο θαρρώ
την ελευθερία που ‘χεις
στα όριά μου σταματώ

Ανέξοδη συμπαράσταση

φόβο που δίνει η σιωπή
καλύπτει την ανάγκη
θέλω να δώσεις τι ζητώ
σκιά να φτιάξω προσπαθώ

σκοπό δεν έχω στο πανί
λογιάζω δίχως γνώση
ανύπαρκτη η επαφή
παρέες δίχως γνώμη

γνώριμα μονοπάτια περπατώ
του πόνου, της οδύνης
να τους ξεφύγω δεν μπορώ
κοιτάζω ότι πνίγεις

πάντα στα δύσκολα μ’ αφήνεις
κι εκεί που πλέω την δίνη φέρνεις
μα να χαθώ δεν το επιτρέπεις
εδώ λοιπόν και περιμένεις

ζήτησα να ‘βρω την θαλπωρή
και βρήκα της αγάπης την διαστροφή
θέλησα να ‘βρω την ζεστασιά
μ’ αξίζει το εγώ μου κι εγώ πουθενά

ΒΑΡΕΘΗΚΑ

κουράστηκα

Εσμός

Το φτερούγισμα της μορφής του χαμαιλέοντα
απαλλάσσει από τις ενοχές
τον θυμό απλόχερα παρέχουμε
και την θλίψη της συντροφιάς αναιρούμε

Οραματίζομαι το πουθενά
και την βρώση αφοδεύω
χάρηκα το τίποτα
και την πόση εδέησα

Όταν την διαφορά δική μου κάνω
χαρμόσυνα τραγούδια άδω
ζητώ την εξομοίωση με σένα
πίσω την μοναδικότητα δίνω

Φάσμα του σήμερα η απόλυτη εχεμύθεια
την αλήθεια να ξέρεις πότε θα πείς
φρενάρει του πάθους η ακολουθία
την εικασία αδιάψευστα ν’ ακολουθείς

Στον διάολο η αξιοπρέπεια
που απ’ την έξη απόμακρα
Η Σαλώμη τα πέπλα οικεία
φυσική τείνω σοβαρότητα

Συμβιβασμός

χτύπησα σε ξέφωτο
καλύπτω τα όριά μου
ξάφνου όλα χαμηλά
κλείνω τα όνειρά μου

αν την κτήση αναιρώ
είναι φυλαγμένη
αν την κράση δεν ξεχνώ
είναι τρομαγμένη

μούδιασα, κάλυψέ με
πόνεσα, απάλλαξε με
χάρηκα, συντρόφεψέ με
έκλαψα, σκούπισέ με

φεύγω, απομακρύνομαι
κράτα την μορφή μου
αδύναμη, ζαλίζομαι
άσε την ύπαρξή μου

οι μάσκες πέφτουν τώρα δα
φανήκανε οι αλήθειες
ήμουν εικόνα μοναχά
κενή από συνήθειες

Άτολμη παρουσία

με φλύαρο σώμα δηλώνω το παρών
κι είναι κι οι μέρες που φεύγουν μα δεν περνούν
μοιράζω την γη μου, πουλώ και αγοράζω
δηώνω τ’ αγκάθια, χαίρομαι, φωνάζω

χαρίζω εικόνα, φθαρμένη απ’ την ζωή
περνάω δίχως στίγμα, κανένα ίχνος διαδρομής
σταμάτησα ν’ αναζητώ, δεν έχει επιστροφή
περνούν οι μονάδες, πρόσωπα της αυγής

σ’ αυτόν δεν θα δώσω την παρθενιά μου
γιατί είναι αλαζόνας
σ’ αυτόν δεν θα δώσω την καρδιά μου
γιατί είναι θαμώνας

έλα ήλιε μου βγές, βγες να με ζεστάνεις
μπροστά μου η θάλασσα, αρόδο τα καράβια
φεύγουν?
θα μείνουν?
ποιος νοιάζεται στ’ αλήθεια?
συννέφιασε, μαζεύω τα πανιά μου, καρίνα

Πέρασμα

Την δύναμη της μοναξιάς μου βρήκα
τα στάχυα ανακάλυψα πως είν’ η προίκα
καντούνια, μονοπάτια, άγραφοι δρόμοι
καλύπτω απόσταση, μετράω ακόμη

ανοιξιάτικη βροχή το δάκρυ κρύβει
την κατάθλιψη σαν τρέλα ερμηνεύει
συν αυτό και η λάσπη καθάρια βρίθει
του απομεσήμερου την λάμψη κρύβει

σαν θα έρθει των ορίων η καλύπτρα
και την πάροδο σαν πάρει η αφέντρα
θα χορεύουνε στην άγονη αλάνα
θα παντρεύουνε την στάχτη με το γάλα

κι αν περάσει η αδύναμη η μπόρα
κι αν το σήμερα αδέσμευτο φαντάζει
κι αν την γλύκα από τον πόνο αφαιρέσει
η καύτρα που μας δίνεται σκορπίζει

με την μέρα, τον καιρό
με τον στοίχο περπατώ
με την κτήση εγώ νικώ
με το γέλιο τον θεό

Ανάνηψη

κόντρα στα σύνορα του εσμού
μέσα στην καταχνιά, ανεμοδούρα
φύλαγες το φώς του Ιερού
και στου νερού αφέθηκες την παλίρροια

καημένη Περσεφόνη, πόσο πρέπει να πονάς
με τα φτερά του έρωτα όταν χτυπάς
κάθε πιστεύω, κάθε αρχή σου σαν προσπερνάς
πού ‘ναι δικά σου, τα γέννησες και τ’ αγαπάς

το αίμα τ’ ουρανού σε οδηγεί
διώχνει τον πόνο, μα γίνεται πληγή
είναι φορές, που ζητάς ανταμοιβή
γρήγορα όμως το ξεχνάς και μπαίνεις στην σιωπή

στον χωρισμό θα βρείς παρηγοριά
μέσα απ’ την στάχτη θα μαζέψεις την καρδιά
εξανεμίζεται ο φόβος, απομένει η χαρά
και προδομένες μνήμες ακολουθείς ξανά

γύρω απ’ την θυμέλη θα στήσεις τον χορό
στου παραλόγου το θέατρο αυτό
γυμνά τα πόδια, η ψυχή θα ‘ναι ο οδηγός
τ’ όνειρο θα ‘ναι της παράστασης ο χορηγός

μη σταματάς να ψάχνεις μες την δύνη
μη φοβηθείς τον άνεμο του Απρίλη
σαν αφεθείς σ’ αυτό το πανηγύρι
ανεμοδούρα γίνεσαι εσύ, εσύ και το καντήλι

Αποκατάσταση

ιέρεια χωρίς θεό
σ’ έναν ναό μοναχικό
σ’ ένα κουκούλι, μες την αλμύρα μέσα στον χρόνο
στης ανομίας μου τον απόκρυφο δρόμο

ο φόβος με κρατούσε στην σκιά τους
μα τώρα ξέρω πώς απλά συγκατοικώ
σαν άρχισα την αποκαθήλωσή τους
αντίκρισα του χρόνου το μυστικό

τα δρώμενα σε τέρμινα δοσμένα
περάσματα που έχουν καταγραφεί
ζευγάρια λαγνείας διαιωνίζουν της ζωής τα δεδομένα
και συνεχίζουν στην προσωπική τους διαδρομή

απέδωσα δικαιοσύνη στην ψυχή μου
και τους σφετεριστές της έδιωξα
αποκατέστησα την ύπαρξή μου
και μια θαλερή ηρεμία εισέπραξα

σαν αμαζόνα τώρα επιστρέφω
στην δύναμή μου και πάλι πιστεύω
αφήνω το στίγμα μου μέσα στο σύμπαν
μνήμες θολές τον δρόμο τους βρήκαν

πότε νηνεμία

Έρως γήινος

Κι όταν φαντάσματα κυνηγάς
που δεν σου ανήκουν
καταλήγεις να κλειστείς ακόμα πιο κοντά τους
εκεί, στην σκιά τους θα βαδίζεις

Συγκοινωνούντα δοχεία που δεν ανταλλάσσουν

Ακόμα κι αν επιμένεις να δώσεις
δεν θα πάρει
Κλεισμένος στο περιορισμένο κέλυφός του
αρνείται να….. φοβάται να πάρει και να δώσει

Ταυτόχρονα στο κόκκινο οι ορμόνες και συγχρονίζεται
μα ως εκεί

Τον συνεπαίρνει το κύμα όταν το θωρεί
μα το χέρι δεν απλώνει να τ’ αγγίξει
αρνείται ν’ αφεθεί στην τρικυμία

Από φόβο; από περίσκεψη;

Δεν νοιώθει ποτέ τι σημαίνει η στιγμή
επιβεβαιώνεται υποτάσσοντας

έρος που ρέει
έρως που χωρεί

Η λήθη της εστίας

το άβατο της ανοχής
περνά σαν έρθει προς εσέ
τότε χορταίνεις μονομιάς
κι αρχίζεις όρια να σκορπάς

προσεύχεσαι προς τον ζυγό
ζητάς χαρά να σου δοθεί
περνάς αδιάβατο βυθό
και χάρη τότε σου ζητεί

χρήμα και χάρη κι ομορφιά
ξεχνά την μαύρη ζωγραφιά
σαν σφίγγει ο φόβος την καρδιά
γνωρίστηκαν πια και περνά

ζευγάρια ανθρώπων περνούν στην σκιά
σαν νοιώσουν πώς χάσαν του ονείρου τα φτερά
στον κύκλο ενταχθήκανε ξεχάσαν την χαρά
μεγάλος ο βίος, ζητάει πιο πολλά

Η άγνοια έφερε την αποδοχή
η αποκάλυψη φέρνει άρνηση
Κοινοπραξία της σιωπής
κρύβει την φλόγα της οργής

Περιπέτεια

καντήλια ανάβω στην σειρά
ανάγνωση στα πεταχτά
και τα ποτήρια στην σειρά
την τάξη αποκατέστησα

έπλυνα κι ασπρόρουχα
απρέπεια η σκέψη που ‘χα
αμετροέπεια στην λογική
μεσ’ την συνέπεια σφήνωσα

μυάω και το κενό κοιτάω
αφοσιώθηκα σ’ αυτό και πάω
εσένα πρέπει να σ’ αδειάσω
μα δεν πείρα σακούλα

εκεχειρία με το κενό
την μύγα παρακολουθώ
συμπόνια δείχνω στ’ άγνωστο
και το παρόν ακολουθώ

καθημερινή ανακάλυψη
χαρίζει την έξαψη
καλημερίζει το ένδοξο
προφυλάσσει το λογικό

Τυχοδιώκτες

καλημέρα δεν θα πω, μπορεί να μου την κλέψουν
σαν πέσεις κάτω και σε δω, φεύγω να μην με ρίξουν

αρσενικό και θηλυκό, θηλιές περνάμε στον λαιμό
θα με τραβάς θα σε τραβώ, ελεύθερο δεν θέλω να σε δω

παιδιά θα κάνω αφού μπορώ, κι ας μείνουν και στον δρόμο
ποιος θα τους στήσει τον χορό : δεν δίνω εγώ τον χρόνο

‘γω δεν θέλω να χαθώ, μες το πλήθος να διαβώ
είμαι αφέντρα στο βουνό, είμαι κυρίαρχος θαρρώ

παλάτια όμορφα ζητώ, που είδα και ζηλεύω
πέτρα στοιχίζω στον σορό, τον νου μου απλουστεύω

κι αν άνθρωπος γεννήθηκα, μπορώ να το διορθώσω
αφήνοντας τα περιττά, τα ορμέφυτα θ’ ακολουθήσω

δες με δεν είμαι όμορφη: με νάζι σε κοιτάζω
γυμνώθηκα για να με δεις, με χάζι σου γελάω

δές με δεν είμαι εύρωστος; με νόημα σε κοιτάζω
γυμνώθηκα για να με δείς, με πάθος σου μιλάω

τι κι αν είμαι η αστή, ξέφυγα απ’ την αφάνεια
τι κι αν είμαι ο αστός, φτύνω γύρω μου με περηφάνια

παράλληλοι κόσμοι οδηγούν στο πουθενά
κι η ανούσια συζυγία στον γκρεμό
παράταιροι συμβιβασμοί οδηγούν στην παραφορά
κι η άψυχη ακολουθία στον χαμό και των δυό

Κυψέλη γονιδίων

καταπέλτης ραφινάρει
στ’ άψυχο πνοή να δώσει
μ’ όλη την δύναμη τραντάζει
κάθε βήμα παλαντζάρει

ανεβαίνει, πως ψηλώνει
θα γενεί το παλικάρι
θα ‘ν καινό το αγκωνάρι
δίχως πίκρα θα πληγώνει

δώστου όλα όσα ζητήσει
και το πάρα πάνω ακόμα
όταν έρθει ο καιρός του
στάχτη πήρε, έκανε χώμα

και περήφανος θε να ‘ναι
ο μικρός μας καταπέλτης
που ‘δωσε στην κοινωνία
το κενό, με παρρησία

δούλα έγινε η φλόγα
στο γλυκό δημιούργημά της
λύκαινα αν θα της δείξεις
λάθος στα υπάρχοντά της

έξω από τους ρόλους

χαμόσπιτο
και τι μ’ αυτό
τέσσερις τοίχοι μοναχά
που η ψυχή μου προσπερνά

ασήμαντο το σοβαρό
δεν βρίσκομαι εδώ γι’ αυτό
θα ‘τανε ανόητο θαρρώ
αν το πιστέψω ως σκοπό

μα……..
μ’ ένα μόνο χάδι ζεστό
απ’ της ψυχής σου το άλλο της μισό

μ’ ένα φιλί μοναδικό
από δυό χείλι που σου λένε σ’ αγαπώ

μ’ ένα βλέμμα λατρείας σαν σε κοιτάει
που την μορφή σου μέσα του καθρεφτίζει

με μια αγκαλιά που σφιχτά σε κρατάει
κι όλο το σύμπαν θαρρεί πως φυλακίζει

νοιώθεις βασίλισσα
και νοιώθεις βασιλιάς

μα πες μου εσύ που τ’ αψηφάς
με πόσους τοίχους νιώθεις βασιλιάς;

Κρυμμένη ηλιαχτίδα

κάθε φορά που ακούω την σιωπή
κουρνιάζω στ’ άπειρο που άρχισα να οριοθετώ
κάθε φορά που υποψιάζομαι την πνοή
ξεχνώ τα πρέπει μου και νεφελοβατώ

αποζητώ και πάλι την άϋλη παρουσία
που συντροφεύει τις σκέψεις μου κι ισορροπώ
αδιαφορώ για όσα δεν έχουν πια καμία αξία
μοιράζομαι την ομορφιά και πάλι θ’ αναδυθώ

πώς να ‘ναι η μορφή σου ; αδιαφορώ
πως είναι η ψυχή σου ; το ψηλαφώ
και μ’ αρέσει ότι αγγίζω, ότι ακουμπώ
ένας στοίχος, μια νότα κι είσαι εδώ

λες πως θα με ταξιδέψεις κι αναθαρρώ
ψυχανεμίζομαι το άγνωστο που χαράζεις
αφήνομαι στην δική σου ανεμελιά και προχωρώ
μέσα απ’ τα κύματα το χέρι απλώνεις και μ’ αγκαλιάζεις

είσαι μια λέξη που ταξιδεύει
από μια άλλη φυλακή, μια επιθυμία που δραπετεύει
γίναμε σύντροφοι στην καλημέρα
απόμακρη ένωση στον αέρα

μα θα ‘σαι για πάντα στο παραθύρι των ψυχών
ένα παρόν
δίχως μέλλον και παρελθόν
αποκομμένος από τον κόσμο των υπνοβατών

H μητέρα

πενήντα ετών μες την ζωή
φερμένη από άλλη εποχή
σαν δίνεται στην διαδρομή
φέρνει το βήμα στην αυλή

κατάστιχα πάντα κρατά
του τι θα δώσει και πονά
αφήνει πέτρα την χαρά
τις ενοχές της προσπερνά

περίλυπη κι αδύναμη
την σάρκα της θα πνίξει
αλλού την θαλπωρή θα βρει
πυξίδα έχει που οδηγεί

επίλογος

Επαναφορά

και ξαφνικά χαμογελώ,
μα συνέχεια

είμαι εγώ κι ο εικονικός κόσμος
φιγούρες ασύμμετρες
κομπορρημοσύνη του ασήμαντου
και να υψώθηκε, εξυψώθηκε
το γοριλάκι την Λούσυ του να κατακτήσει

μα εγώ είμαι η Αντιγόνη, η Ηλέκτρα, η Ερατώ

είμαι το άλλο, το ιδιότροπο, το απαιτητικό
είμαι το κρυμμένο, το αυθόρμητο, το σιγανό
είμαι το θέλω, το ζητώ, το χαρίζω
είμαι το μ’ αρέσει, το νοιάζομαι, το αδιαφορώ

ναι, ξαφνικά το κατάλαβα
κι αναθαρρώ

της παραμάνας μου τους κόμπους έχω λύσει
τις ενοχές, προίκα της γέννας μου, έχω εξοστρακίσει
τα χρέη μου, όλα, ξέρω πως έχω ξοφλήσει
με τους νεκρούς μου, τώρα, έχω φιλιώσει

και λυτρώθηκα

είμαι εγώ, το ελεύθερο, το αρνούμαι, το μπορώ
είμαι εγώ, που δεν θα σου επιβληθώ
είμαι εγώ, που μοιράζομαι κι αν δεν σου αρέσω,
μέσα μου δεν σε κρατώ

είμαι εγώ
και σου χαμογελώ,
μα συνέχεια
και δεν ανησυχώ
κι αν καμιά φορά λυγίζω
είναι γιατί απ’ το δνόφος δεν πρόφτασα να ξεγλιστρήσω
μα συνεχίζω