Δευτέρα 6 Απριλίου 2009

Υπνοβάτες

στιγμιότυπα της αγέλης των ανθρώπων που ότι βλέπουν το καταγράφουν και μετά το αντιγράφουν, σε μιάς φατρίας λεμβωδίες περιορίζονται οι αξίες τους.

Παρασκευή 3 Απριλίου 2009

Αυτοσκοπός



χαλίκι
λικνίζω
τ’ αναπάντεχο αψηφώ

χρυσό, ασήμι, άλικη γη
κι όλα τα προσπερνώ

ευχαριστώ θα πώ
νερό, ποτό
την δίψα γελώ

ξεπέζεψα
δεν ανησυχώ

λικνίζει ο ήχος στο μυαλό
κατάματα μπορώ και σε κοιτώ

χτυπήθηκε το μήνυμα και το ‘λαβα

Χαμόγελο ερεθιστικό
κίνηση προκλητική
πρόσωπο ανυποψίαστο
έξη ιδεαλιστική

καταγραφή

Υπνοβάτες



ακούσιοι παίκτες σ’ ένα παιχνίδι
την ηδονή της νίκης ποθούν
εύθραυστο σκηνικό την αίγλη δίνει
καθώς τις αξίες αναζητούν

ανθρώπων έργα, δημιουργίες
ψαύουν τ΄απέραντο στις δοξασίες
τα μέλη ως ξένα απωθούν
τύχη και μοίρα προσκυνούν

κι ήρθαν καιροί και πέρασαν
το πλήρωμα του χρόνου τους ξεπέρασαν
ανυποψίαστος, κανείς
ταγός στην εξελίξει ο καθείς

φανερωμένη η υποταγή
κι ελεύθερος, όποιος το επιθυμεί
σαν υποχρέωση μοναδική
του νου το άρμα να οδηγεί

στα μονοπάτια της επανάληψης όποιος χαθεί
και του κορμιού του την ραστώνη υιοθετήσει
την εργασία μέγιστη θα έχει αρετή
το βίο αβίωτο, κενό θα παραδώσει

Αντιπερισπασμός



περασμένες οι φτηνές αγιογραφίες
που στο όνομά τους το σκοτάδι αντικρίζεις
περασμένες οι φτηνές μυθιστορίες
που του έρωτα το πέπλο πάντα σκεπάζεις

φεγγοβόλα η ανύπαρκτη η γνώση
ότι πλάθεις στο μισό κατανοείς
τηλαυγής ακολασία σε υπνωτίζει
αλλασόμορφη περνά κι υποχωρείς

το αδύνατο σημείο αυτής της μάχης
είναι η λάγνα υποδούλωση στο σώμα
το κενό στην σκέψη σου θαυμάζεις
σαν τον όνο το υποχείριο ζητάς

στα σύμβολα κρυμμένη η ιστορία
στεφάνι σου περνάνε στο μυαλό
κι αν νιώσεις μες’ τον ύπνο δυσφορία
γελάς, είναι τυχαίο και αυτό

Όταν το σήμερα γεννά το αύριο



Η άρχουσα τάξη των ελευθέρων
τα σκήπτρα παρέλαβε.
Ιδέες δικές της κι όχι προγόνων
με φόβο πολέμησε

Όμορφη πόλη σχεδίασε
φιλία, αγάπη υπερασπίστηκε
Την ρότα της γης σαν άλλαξε
ασχήμια και τρόμο παρέδωσε

Την αλήθεια κάποτε αναζήτησε
ψευδαίσθηση με εικόνες δημιούργησε
Ομάδες κι όχι ηγέτη ακολούθησε
φανατισμός στο έργο, εθίστηκε

φιλόσοφοι, ρήτορες περνούν
άπραγοι στο θεωρείο κοιτούν
πνιγμένοι μες την κομπορρημοσύνη
λεν πως γνωρίζουν την ωδίνει

μα οι αρχιτέκτονες πια χαθήκαν
κι οι καλλιτέχνες στα γκέτο κρυφτήκαν
οι αριστοκράτες ταμπέλες ντυθήκαν
κι οι εργάτες την περηφάνια τους αρνηθήκαν

οι δήθεν και οι τάχα επικρατήσαν
αξίες δεν γεννιούνται στην επαιτεία θυσιαστήκαν

Αποπλάνηση



Πάντα και παντού σοφός
πάντα και παντού αγαθός
ο ποιητής δημιουργός

Πάντα και παντού δίκαιος
πάντα και παντού τιμωρός
ένας κριτής παιδαγωγός

Οι μορφές στον χρόνο αλλάζουν
και οι νόμοι στο τώρα προσαρμόζουν

Της ευμένειας η απολαβή
της γης τα δώρα η ανταλλαγή
μα η μετά θάνατον ζωή
την παρουσία εδώ αφαιρεί

Όλα στο υποσυνείδητο καλά δοσμένα
με της μέθης τα οράματα καλυμμένα
Το άκρατο καταπιεστικό σώμα το ψυχόρμητο είργει
και στην άδηλη παρουσία τους κανόνες αποδίδει

Γνωστό το πρόσωπο του εξαγνιστεί
το αναγνωρίζεις, το ψωμίζεις
το αρνείσαι, το ακολουθείς
ανάβεις κερί για την συγχώρεση, μα
το σωστό και το λάθος δύο πρόσωπα έκαστο

Ανακληθήκανε οι σοφοί, ήρθανε οι προφήτες
και η αναζήτηση της αρετής έγινε στείρα ηθική

Αυταπάτη



όμοροι λαοί,
θύματα πολέμου
φόβος, μα κι επιβολή
την φτώχια τους λιμαίνουν

αν όλοι ευημερούν,
κανείς την εξουσία
αν όλοι εξουσιάζουν,
κανείς την ηγεσία

κι αρωγός,
κάθε θρησκεία
γι’ αυτούς
που δεν φοβούνται την εξουσία

τον πόλεμο κι αν κέρδισες
καλύτερα από ‘μένα δεν έζησες
τον πόλεμο τον κέρδισε αυτός
που τον προκάλεσε δίχως να συμμετέχει

Τρομοκρατία



Φλόγες του αέρα σαν ξεκινούν
κανείς να σταματήσει
σαν δώσουν όνομα κεριού
τ’ αδύναμο υπνωτίζει

Αντίσταση στον λογισμό
θα δώσει την γαλήνη
χαλκεύουν τ’ ανέμου το φτερό
το παίρνει μεσ’ την δύνη

Σύνορα, όρια θα δοθούν
για να ‘χει περιουσία
άνεμος, χώμα, νερό ζητούν
φλόγα, ακολασία

Το δίπολο της εξουσίας
Αριστερά από την μία κι Ιερατεία
καπηλευτές κάθε αξίας
κι απέναντί τους οι παραποιητές της Αναρχίας κι η
βασιλεύουσα Μαλακία
υπερασπιστές της εσχατολογίας

μες το μαντρί τους θε να σε χώσουν
κι εξαρτημένος από τον εθισμός τους σαν αφεθείς
την δύναμη της ατομικότητάς σου θ’ αποχαυνώσουν
μ’ ενοχές φοβίες κι ελπίδες θα δεθείς

Αιρετός δικτάτωρ




πονήρεψε κι η αλεπού
να κυβερνήσει θέλει
περίγελος του ύπουλου εχθρού
τον ύπνο της κρυφά θωπεύει

καλύτερα που δεν την νοιώθουν
κερδίζει αυτούς που απορρίπτουν
περνάει όσους ακολουθούν
βατεύει όσους βαρεθούν

τρανή κατάντια η επιβολή
τρομάζει σαν την βλέπει
ξέρει πως άμα νικηθεί
κανείς δεν την λατρεύει

αβελτερία μυχούς δίνει
περγαμηνές με χρυσό ντύνει
και τα σκύβαλα στολίδια γίναν
υποτάχτηκαν στην γνώση που δεν πήραν

η αμφισημία της ουδετερότητας αποδίδει
εκμεταλλεύεται την ραθυμία και φυλακίζει
μέσα από συνομοσιολογίες αποπροσανατολίζει
μέσα από μύθους αποκοιμίζει

το ήξερες!

Ιδιοκτήτης



ο Βασιλιάς κι ο Αχέροντας
το δάσος του φυλάει
κελεύοντας, χορεύοντας
μα δεν το παρατάει

σαν μείνει αφύλακτο φοβάται
κενό, σαν κτήμα γίνει κάποιου
αυτό που η τύχη θα το χάσει
ο νους του κτήτωρ θ’ αφανίσει

κανένας άνθρωπος στην γή
δεν είναι θεός, δεν είναι πηγή
κανείς δεν είναι εκπρόσωπος
πιστεύω του ακόλουθος

σε αγέλη, ηγέτης, αρχηγός
να είναι αυτός μοναδικός
υπαρχηγός και λοχαγός
χακί στρατό, μαύρος στρατός

άνθρωπος τον άνθρωπο
παράτολμα επιτάσσει
άνθρωπος τον άνθρωπο
αλόγιστα προστάζει

16-11-2001




απομεσήμερο θαρρώ, ήτανε που τον είδα
επάλευε το πεθερό για μια μικρή νησίδα
ποιος θα το πάρει τούτο δω τ’ ωραίο περιβόλι;
ποιος θα χαρεί την αμμουδιά σ’ αυτό το ακρογιάλι;

και πάλευαν, και πάλευαν να δουν ποιος θα κερδίσει
κι αγνάντευαν περίοικοι να δουν ποιος θα τα φτύσει
μα ο αγώνας κράτησε πολύ δεν έχει ενδιαφέρον
φεύγουν λοιπόν για δεν νογούν πως είναι το συμφέρον

ερήμωσε η χώρα πια
χαθήκαν τα καΐκια
εφύγαν όλα τα παιδιά
αδειάσανε τα σπίτια

κανείς τους δεν κατάλαβε
κανείς δεν έχει νοιώσει
πως γη δική του άφησε
πως ήταν ένα πιόνι

Μητρόπολη



Αλύτρωτη πόλη
ψυχές χαμένες
μάσκες στα πρόσωπα
η τρέλα στο βλέμμα καθοδηγεί

ο πόνος το όπλο
η χαρά αλλάζει μορφή
άστοργη συνεύρεση
αβαλίζουν την καθημερινότητα

εφήμερη ανάγκη
φυγόκεντρη ακολουθία
πλάνα αναζήτηση εξόδου
έπαρση εκτός των τειχών
η Μητρόπολη δική τους

η χώρα ανασαίνει, παράγει ζωή
η χώρα ξεμακραίνει
μετάγγιση, δίχως αύριο
αδιαφορία οδηγεί στα πρόθυρα
νέφος καλύπτει τον ορίζοντα

βουλιάζουν, σπάνε τα δεσμά
αλύτρωτη πόλη
ψυχές χαμένες
η Μητρόπολη δική τους

Οργανική ακολουθία




φασκιές που πήρανε παλιές
το νέο προφυλάσσουν
περιουσίες και ματιές
κοιτούν να το προφτάσουν

ζηλέψανε μα θες την ώρα
και χάρισαν σκιά και δώρα
μήπως μπορέσει μοναχό
αυτά που θα ‘βρει λογικό

φτιασίδια πέρασε κι αυτό
και ψάχνει το μοιραίο
σαν οικογένεια να σταθεί
μες στους ομοίους να ενταχθεί

παιδιά γεμίζει η γειτονιά
κανείς δεν τα αντέχει
γονείς που γίνανε απλά
τον έλεγχο απαλλάσσει

εντάχθηκες:
δεν θα κριθείς, δεν θα ρωτάς
μόνο εντολές θ’ ακολουθείς
είσαι πιστός και άρχοντας
του παραλόγου ερμηνευτής

Αναρχικός στρατιώτης



Είναι το μέλλον, το παρών
χωρίς να έχει παρελθόν
αδύναμος δικτάτωρ

Δεν έχει γνώσεις, λογική
δεν έχει κρίση, πρακτική
τον κάναμε διδάκτωρ

Κι εφόσον έχει επιβληθεί
χωρίς να έχει αγωνιστεί
γίνεται επίδοξος πράκτωρ

στον φαύλο κύκλο της παράνοιας
όλοι είναι θύματα μιάς εισαγόμενης διάνοιας

Εντελέχεια




Παρατεταμένη ξηρασία
τα ένστικτα επικράτησαν
Συνεχείς ακινησία
ενέργεια συσσωρεύτηκε

Μονάδα τεμαχίστηκε
όπιο περίσσεψε
Πήχης κατέβηκε
ασχήμια αποθεώθηκε

Νεκρόφιλοι κυριάρχησαν
η εξέλιξη ανακλήθηκε
Αγέλες μαντρώθηκαν
μίσος υπερίσχυσε

Καμένη γή
πέτρες θερίζει
τείχος στην θάλασσα
τα όνειρα παροπλίζει

Το βλέμμα μακρινό
οι κραυγές βουβάθηκαν
δεν ξέρεις αν πονώ
πατάς το κουμπί και χάθηκα

Αρχαίων λόγοι



Περάσματα δηλώνουν ιστορία
μια πάλη που θα φέρει υποταγή
στον κύκλο όλοι μπαίνουνε με ζήλια
κι αυτό που είναι εκεί δεν θα το δει

όλα τα άπιαστα έχουν ειπωθεί
η επανάληψη έχει κλέψει την ζωή
καλύτερα εγώ δεν θα τα κάνω
την επαφή φοβάμαι πως θα χάσω

καλύπτουν το κενό μέσ’ απ’ το μνήμα
περνάνε μες την μνήμη τα παλιά
αφού αυτοί τα πράξανε σωστά
εγώ γιατί να κάνω πιο πολλά;

χαμηλώνουνε τα φώτα στην γιορτή τους
περιούσιος λαός που ξεχωρίζει
και στο φώς του φεγγαριού προσαρμόζουν την όρασή τους
περιβόλι δανεικό να τους φροντίζει

μα δίχως σπόρο δεν φυτρώνει νέα γενιά
στην ανέχεια εθισμένοι μένουν στα παλιά
όσοι ψάχνουν για το φώς ίσως το βρούνε
μα αρίθμητοι ταμπέλα στον λαιμό τους το κρεμούνε

λόγος τρώει τα σωθικά
κι οι πράξεις γίνονται όνειρα
αναδρομή θα γίνει στα παλιά
μεμψιμοιρία της ζωής το όραμα

Ακροβατώντας





Απολογισμός του βίου
εν απουσία επάλληλης διαδρομής
πίνακας μισθοδοσίας η πορεία
πότε στο φως, πότε στο σκοτάδι

Όλα τύχη και συμπτώσεις
την ροή καθορίζουν οι αποφάσεις
Εδώ η αρχή, εδώ και το τέλος
πότε ηγέτης, πότε χαμαίζηλος

φρούδα νόηση η επιτυχία
Ανύπαρκτο βάρος η αποτυχία
Στ’ άγνωστο δίνουμε ερμηνεία
αλήθειες γίνεται η φαντασία

σιντριβάνι η ζωή
ατέρμονη η διαδρομή
και ο κύκλος φαντάζει ασύμμετρος

αντιγραφή

Πλάνη




χρησμός κι ανοίγει η αυλαία
αυτόνα τον πιστεύω
πατώντας τώρα το κουμπί
εγώ τον διαφεντεύω

ασήμαντος, αρνήθηκε την ήττα του
μα σαν τον είδανε παντού
εδέχθηκε τον λογισμό
την χάρη θα τους κάνει

υπόδουλος μα και τρανός
καμάρι δίχως πενία
αρνείται πως ήτανε αυτός
<<δεν είμαι εγώ Μαρία>>

και το κουμπί πάλι πατώ

λάθος πρώτο

Περάσαμε τα όρια
αλλού ήτανε η προσοχή
Ακούγαμε παράσιτα
άγνωστη η τρυφηλή αυγή

Τα πέντε στοιχεία που φοβάμαι



Πανικός, έρχεται η καταστροφή
καταζητούνται οι ένοικοι
φοβούνται τα οράματα
καταργούνται οι θεματοφύλακες

Φασισμός μ’ αποδέκτη
φανατισμός ακέφαλος
αφανισμός μονόπλευρος
και θέλω να προσέχετε

τα παιδιά που τις γνώσεις τους φαλκιδεύουν
ευνουχίζοντας την κριτική τους σκέψη
κι άλλοτε σε προϊόν τα μετατρέπουν
βιάζοντας την αθωότητα που τους πρέπει

τους εύχαρους νέους που δεν μάθανε οράματα να πλέκουν
και παραδίδονται στους φαιδρούς δημαγωγούς
που αρνούνται για την ζωή τους να παλεύουν
προτάσσοντας εικονικούς φραγμούς

τις γυναίκες που την μητρότητα φοβούνται
γιατί μόνες τους παλεύουν νύχτα-μέρα
κι ευτελίζουν την αξία τους κι αναδομούνται
για να γίνουν αποδεκτές στην αρένα

τους άντρες που ταυτότητα δεν έχουν
κι αγκαλιάζουν την εικόνα ή την βία
τις ευθύνες σε υποχρεώσεις μετατρέπουν
και θαρρούν πως δύναμη είναι μόνο η εξουσία

τους γηραιούς που τους πετούν μ παρρησία
κι ότι δώσανε ευθύς το διαγράφουν
σταματήσαν να παράγουν περιουσία
και σ’ έναν τόπο ερημικό τους στοιβάζουν


για τους άλλους,
τους δυνατούς,
τους αυθεντικούς
δεν φοβάμαι
ξέρουν τι θέλουν
και για όσα αξίζουν, να πολεμάνε

με αξιοπρέπεια

κάπως έτσι………..




κόψαμε τις φλέβες μας και κάναμε κορδέλες
χτίσαμε τα όνειρα σε περίλαμπρους τενεκέδες
έγκλειστη η νόηση σ’ ένα παραμύθι
θές να ζήσεις την χαρά; πέρνα από το σπίτι

φύτρωσε αγριάδα στον κουβά
θα ‘ναι από την σκόνη
πέρνα να σβήσεις την φωτιά
που άναψε το χιόνι

ξέρεις πώς είσαι μοναχός
ατόφιος ερημίτης
καλέ μην καίς τζάμπα το φώς
θα ‘ρθει ο αποσπερίτης

μην κουνηθείς, ούτε να το διανοηθείς!
δεν είσαι άνθρωπος εσύ, δεν έχεις καν ουσία
μια σάρκα, μόνο θα υπηρετείς
κι εκστασιασμένος θα ζητάς την ματαιοδοξία

μικρός θεός που πίστεψε πως είναι περιστέρι
του κόψαν όλα τα φτερά κι ένοιωσε αστέρι
ποιόν ουρανό μπορεί, τώρα να κατακτήσει;
αμέτρητα άστρα λάμπουνε που από καιρό έχουν σβήσει

Δορύκτητοι



δούλοι μιάς νέας εποχής
αφήνονται στο κύμα
αντίσταση κατά της αρχής
σαν γίνονται το θύμα

δεν θέλουν το ύψος τους να δούν
παλεύουν νύχτα- μέρα
και μεταξύ τους θ’ αναμετρηθούν
στων εμπόρων την αρένα

τις νίκες δεν χαίρονται στιγμή
τρέχουν για να προλάβουν
κι ότι με κόπο έχει κερδισθεί
ευθύς το διαγράφουν

την αυτοδύναμη πυγμή
σε χρέος μεταλλάσσουν
δεσμά που έχουν επιλεγεί
τα όνειρα πατάσσουν

το αφεντικό σου ποτέ δεν θα δείς
ποτέ δεν θα ελευθερωθείς
μάχη χωρίς πεδίο βολής
τις χειροπέδες σου θ’ αποδεχθείς

Αμετροέπεια στην λογική
περνάμε δίχως ανατροπή
αντίδοτο η έπαρση
εκούσια η φυλακή

δια ταύτα




μες το καθρέφτη έχει κρυφτεί
βλέπω τον όμορφο τον νιό τα κάλλη του θωρεί
βλέπω μοιραία θυγατέρα που θέλει να φτιαχτεί
παιδί έχει μέσα του φυλακιστεί

πέρα να ταξιδεύσει δεν μπορεί
αφήνεται, στην μπόρα έχει δοθεί
έξαψη λέει πως είναι η στιγμή
και στην σειρά ακολουθεί

γυρνώ μεσ’ τ’ άδειο σκηνικό
κοιτώ τον κόσμο στον σωρό
τα πάντα για να νοιώθουν ευχαριστημένοι
αφήνουν ίχνη, για μένα είναι ξένοι

συγγνώμη που δεν σε μπορώ
συγγνώμη τώρα σου ζητώ
συγγνώμη που σε προσπερνώ

υγιής, ευειδής, ευφυής
κι όμως επαίτης περιωπής

Ηλεκτρονικοί δραπέτες



σ’ έναν μικρόκοσμο φυλακισμένοι
δραπέτες της νόησης, αλλού δοσμένοι
ξεχνούν της ζωής τους την ανυδρία
σαν χάνονται στη δική τους ουτοπία

χωρίζει τ’ ορμέφυτο απ’ την παραμάνα
παράλληλοι κόσμοι, εξαρτημένοι
καθένα την μάχη του κι ας είναι αντάμα
την νύχτα μετρούνε ότι τους μένει

οι στόχοι αρίφνητοι μα στον καθρέφτη χτυπάνε
μοιράζονται στο σκοτάδι ότι στο φώς αποζητάνε
γνωρίζουν πως στο απίθανο δίνουν αξία
μ’ αρνιούνται ν’ αφήσουν την εικονική ευτυχία

αφήνονται στην ανακάλυψη της μαγείας
χρόνος και χώρος ορισμοί άλλης σημασίας
αυτή είναι η επανάσταση της τεχνολογίας
η επιλογή της προσωπικής επικοινωνίας

άηχοι φθόγγοι περιγράφουν ζωές
στο παραθύρι που ταξιδεύουν μόνο ψυχές
εδώ μοιράζονται δίχως αναστολές
εδώ ελεύθεροι, δίχως ανατροπές

δίχως ;
η αναζήτηση της επιστροφής, εθισμός, αρχίσαν οι επιπλοκές

πίσω από τις μάσκες της παραμάνας
κρύβεται ο ανθρώπινος νους και η ψυχή της θάλασσας

Γενιά επαναστατών





Εξωστρεφή πολιτική της χώρας
Ψωμί παιδεία ελευθερία
Τέσσερις κόσμοι
Καθαρότητα πολιτικής σκέψης
Η επικρατούσα φιλολογία ακυρώνει την πραγματικότητα
Ο μύθος της εξουσίας
Καρυκεύματα που δίνουνε την γεύση
Καρυκεύματα καλύπτουν το σαθρό
Η αγαλλίαση της ανευθυνότητας

κι είναι ο φόβος που τον άνθρωπο χειραγωγεί
κέρβερος με τέσσερα κεφάλια
(κυβερνήτης, ιερέας, οπλονόμος κι έμπορας)

καθένα ένα, την φτώχεια του συντηρεί
περνώντας του τ’ αόρατα ακάνθινα στεφάνια
(αμάθεια, αρρώστια, αδράνεια κι η άψυχη συνουσία)

στην μέγγενη έχει οδηγηθεί
σηκώνει τα χέρια με περηφάνια
( υποταγή, πληρωμή, πόλεμος κι εντυπωσιασμός )

κι ιδού

πονάς, βαρυγκωμάς, τ’ απολαμβάνεις
γελάς, χοροπηδάς, τότε τρομάζεις
για συμπαράσταση το δάκρυ σου προβάλεις
μ’ αν είναι από χαρά, κρυφά το θυσιάζεις

Πέμπτη 2 Απριλίου 2009

Απλοϊκή προσέγγιση



Με κούρασε το κλάμα σου
δεν είναι αυτοί που σ’ οδηγούν
εσύ ακολουθείς
ξύπνα

Την πέτρα έκανες χρυσό
στο νήμα αξία έδωσες
και ποτέ δεν τα ευχαριστήθηκες
άρχοντα

Δεν σου στερούν την ζωή
εσύ αρνείσαι την απόλαυση
σέρνεις το βήμα, δεν βαδίζεις
πορέψου

Κραδαίνεις την δυστυχία σου
χαίρεσαι τον θύτη σου
αφήνεις την χαρά κρυμμένη
ζήτησε

Το δίκαιο αποδέχεσαι
το άδικο μνημονεύεις
το ένστικτο από μέσα σου απολύεις
αληθινά

Στην ψυχή πιστεύεις
το σώμα καμαρώνεις
τον χρόνο στην στεναχώρια δίνεις
πάρε

Το ωραίο θαυμάζεις
το εύπεπτο επαναλαμβάνεις
μ’ ενοχή τ’ ομολογείς
επίγεια

Τον άνθρωπο κατακρίνεις
ελπίδα το παιδί ονομάζεις
εσύ τον ενήλικα δημιουργείς
διαδρομή

Όπου αναπνέεις παράγεις πολιτισμό
όπου ασφυκτιάς παράγεις έργο
κι εσύ στο τίποτα δίνεσαι
κράτησε

Μ’ αν φτωχός γεννήθηκες
αυτό ήτανε μία σύμπτωση
που εσύ διαιωνίζεις
πίστη

Και τώρα ζητάς να σε λυπηθώ
μα εγώ δεν το μπορώ
επειδή υπάρχεις εσύ, εγώ είμαι μόνη
όταν υπάρχω εγώ, εσύ είσαι μόνος
ανοχή